στρογγυλόλοβος: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για καρπό) αυτός που έχει στρογγυλό [[λουβίδι]], στρογγυλό φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[λοβός]] «[[λουβίδι]], [[φλοιός]]» ( | |mltxt=-ον, Α<br />(για καρπό) αυτός που έχει στρογγυλό [[λουβίδι]], στρογγυλό φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[λοβός]] «[[λουβίδι]], [[φλοιός]]» ([[πρβλ]]. [[μακρόλοβος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:21, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, with round pods, ib.8.5.2.
German (Pape)
[Seite 955] mit runder Schote (?).
Greek Monolingual
-ον, Α
(για καρπό) αυτός που έχει στρογγυλό λουβίδι, στρογγυλό φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + λοβός «λουβίδι, φλοιός» (πρβλ. μακρόλοβος)].