συγκατηρεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατηρεφής''': -ές, [[πανταχόθεν]] [[κατηρεφής]], κεκαλυμμένος, Λυκόφρ. 1280
|lstext='''συγκατηρεφής''': -ές, [[πανταχόθεν]] [[κατηρεφής]], κεκαλυμμένος, Λυκόφρ. 1280
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />ο από [[παντού]] καλυμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατηρεφής]] «σκεπασμένος, καλυμμένος»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />ο από [[παντού]] καλυμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατηρεφής]] «σκεπασμένος, καλυμμένος»].
|mltxt=-ές, Α<br />ο από [[παντού]] καλυμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατηρεφής]] «σκεπασμένος, καλυμμένος»].
}}
}}

Revision as of 19:30, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατηρεφής Medium diacritics: συγκατηρεφής Low diacritics: συγκατηρεφής Capitals: ΣΥΓΚΑΤΗΡΕΦΗΣ
Transliteration A: synkatērephḗs Transliteration B: synkatērephēs Transliteration C: sygkatirefis Beta Code: sugkathrefh/s

English (LSJ)

ές, quite covered, Lyc.1280.

German (Pape)

[Seite 966] ές, ganz bedeckt, Lycophr. 1279.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατηρεφής: -ές, πανταχόθεν κατηρεφής, κεκαλυμμένος, Λυκόφρ. 1280

Greek Monolingual

-ές, Α
ο από παντού καλυμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατηρεφής «σκεπασμένος, καλυμμένος»].