συμβελής: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0978.png Seite 978]] ές, von mehrern Pfeilen zugleich getroffen, Pol. 1, 40, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0978.png Seite 978]] ές, von mehrern Pfeilen zugleich getroffen, Pol. 1, 40, 13.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />accablé <i>ou</i> criblé de traits.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βέλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβελής''': -ές, ([[βέλος]]) ὁ ὑπὸ πολλῶν [[ὁμοῦ]] βελῶν πεπληγμένος, συμβελῆ γιγνόμενα τὰ θηρία διεταράχθη Πολύβ. 1. 40, 13· ἀλλαχοῦ [[καταβελής]].
|lstext='''συμβελής''': -ές, ([[βέλος]]) ὁ ὑπὸ πολλῶν [[ὁμοῦ]] βελῶν πεπληγμένος, συμβελῆ γιγνόμενα τὰ θηρία διεταράχθη Πολύβ. 1. 40, 13· ἀλλαχοῦ [[καταβελής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />accablé <i>ou</i> criblé de traits.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[βέλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:12, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβελής Medium diacritics: συμβελής Low diacritics: συμβελής Capitals: ΣΥΜΒΕΛΗΣ
Transliteration A: symbelḗs Transliteration B: symbelēs Transliteration C: symvelis Beta Code: sumbelh/s

English (LSJ)

ές, (βέλος) hit by several arrows at once, Plb.1.40.13.

German (Pape)

[Seite 978] ές, von mehrern Pfeilen zugleich getroffen, Pol. 1, 40, 13.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
accablé ou criblé de traits.
Étymologie: σύν, βέλος.

Greek (Liddell-Scott)

συμβελής: -ές, (βέλος) ὁ ὑπὸ πολλῶν ὁμοῦ βελῶν πεπληγμένος, συμβελῆ γιγνόμενα τὰ θηρία διεταράχθη Πολύβ. 1. 40, 13· ἀλλαχοῦ καταβελής.

Greek Monolingual

-ές, Α
χτυπημένος από πολλά βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βελής (< βέλος), πρβλ. εμ-βελής, κατα-βελής].

Greek Monotonic

συμβελής: -ές, αυτός που έχει χτυπηθεί συγχρόνως από πολλά βέλη, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συμβελής: пораженный многими стрелами Polyb.

Middle Liddell

συμ-βελής, ές
hit by several arrows at once, Polyb.