συμπερικλείω: Difference between revisions
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπερικλείω''': [[περικλείω]] [[ὁμοῦ]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀνάχ. 17, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 399. | |lstext='''συμπερικλείω''': [[περικλείω]] [[ὁμοῦ]], Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀνάχ. 17, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 399. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[περικλείω]]<br />[[περικλείω]] συγχρόνως, [[περιλαμβάνω]] συγχρόνως. | |mltxt=ΜΑ [[περικλείω]]<br />[[περικλείω]] συγχρόνως, [[περιλαμβάνω]] συγχρόνως. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 27 September 2022
English (LSJ)
include together, Sch.Luc.Anach.17, Tz.H.6.399.
German (Pape)
[Seite 986] mit rings umschließen, Schol. Luc. Anach. 17.
Greek (Liddell-Scott)
συμπερικλείω: περικλείω ὁμοῦ, Σχόλ. εἰς Λουκ. Ἀνάχ. 17, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 399.
Greek Monolingual
ΜΑ περικλείω
περικλείω συγχρόνως, περιλαμβάνω συγχρόνως.