συμπεπλεγμένως: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεπλεγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ συμπεπλεγμένον τρόπον, περιπλόκως, Γαλην. 19. 489, Ἀθανάσ.
|lstext='''συμπεπλεγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ συμπεπλεγμένον τρόπον, περιπλόκως, Γαλην. 19. 489, Ἀθανάσ.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τρόπο περίπλοκο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[αλληλεξάρτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />σε [[σύνδεση]] με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συμπεπλεγμένος</i> του [[συμπλέκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τρόπο περίπλοκο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[αλληλεξάρτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />σε [[σύνδεση]] με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συμπεπλεγμένος</i> του [[συμπλέκω]].
|mltxt=ΝΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] τρόπο περίπλοκο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[αλληλεξάρτηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />σε [[σύνδεση]] με [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συμπεπλεγμένος</i> του [[συμπλέκω]].
}}
}}

Revision as of 19:40, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεπλεγμένως Medium diacritics: συμπεπλεγμένως Low diacritics: συμπεπλεγμένως Capitals: ΣΥΜΠΕΠΛΕΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: sympeplegménōs Transliteration B: sympeplegmenōs Transliteration C: sympeplegmenos Beta Code: sumpeplegme/nws

English (LSJ)

Adv., (συμπλέκω) complicatedly, Gal.19.489: c. dat., in conjunction with, Hermog.Stat.4.

German (Pape)

[Seite 986] adv. part. pert. pass. von συμπλέκω, verwickelt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεπλεγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ συμπεπλεγμένον τρόπον, περιπλόκως, Γαλην. 19. 489, Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο
νεοελλ.
με αλληλεξάρτηση
αρχ.
σε σύνδεση με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος του συμπλέκω.