συνεκκλίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκκλίνω''': [ῑ], [[ἐκκλίνω]], [[κάμπτω]] κατὰ [[μέρος]] ἢ πλαγίως [[ὁμοῦ]], Διόδ. 3. 26· ἀλλ’ ὁ Δινδ. συνεγκλ-.
|lstext='''συνεκκλίνω''': [ῑ], [[ἐκκλίνω]], [[κάμπτω]] κατὰ [[μέρος]] ἢ πλαγίως [[ὁμοῦ]], Διόδ. 3. 26· ἀλλ’ ὁ Δινδ. συνεγκλ-.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκκλίνω]]<br />παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι [[μαζί]] με κάποιον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκκλίνω]]<br />παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι [[μαζί]] με κάποιον.
|mltxt=Α [[ἐκκλίνω]]<br />παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι [[μαζί]] με κάποιον.
}}
}}

Revision as of 20:10, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκλίνω Medium diacritics: συνεκκλίνω Low diacritics: συνεκκλίνω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synekklínō Transliteration B: synekklinō Transliteration C: synekklino Beta Code: sunekkli/nw

English (LSJ)

[ῑ], decline (morally) together, Posidon. ap. Gal.5.469.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω, κάμπτω κατὰ μέρος ἢ πλαγίως ὁμοῦ, Διόδ. 3. 26· ἀλλ’ ὁ Δινδ. συνεγκλ-.

Greek Monolingual

Α ἐκκλίνω
παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι μαζί με κάποιον.