σωματοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=somatoforos
|Transliteration C=somatoforos
|Beta Code=swmatofo/ros
|Beta Code=swmatofo/ros
|Definition=ον, [[bearing a metallic substance]], [[γῆ]] Olymp.Alch.<span class="bibl">p.71</span> B.
|Definition=σωματοφόρον, [[bearing a metallic substance]], [[γῆ]] Olymp.Alch.p.71 B.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 13:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτοφόρος Medium diacritics: σωματοφόρος Low diacritics: σωματοφόρος Capitals: ΣΩΜΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sōmatophóros Transliteration B: sōmatophoros Transliteration C: somatoforos Beta Code: swmatofo/ros

English (LSJ)

σωματοφόρον, bearing a metallic substance, γῆ Olymp.Alch.p.71 B.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφόρος: -ον, ὁ σῶμαπτῶμα φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει σώμα
μσν.
αυτός που μεταφέρει νεκρό
αρχ.
(για έδαφος) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φόρος (< φέρω)].