σχοίνινος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχοίνῐνος''': -η, -ον, ([[σχοῖνος]]) ὁ ἐκ σχοίνων (δηλ. βούρλων) πεποιημένος, τεύχη Εὐρ. Κύκλ. 208· ἡνίαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 286· [[σχοίνινος]] ἠθμὸς, «δι’ οὗ τὰς ψήφους οἱ δικασταὶ εἰς τὰς ὑδρίας καθιᾶσιν» (Ἡσύχ.), Κρατῖνος ἐν «Νόμος» 13· φορμὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 227.
|lstext='''σχοίνῐνος''': -η, -ον, ([[σχοῖνος]]) ὁ ἐκ σχοίνων (δηλ. βούρλων) πεποιημένος, τεύχη Εὐρ. Κύκλ. 208· ἡνίαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 286· [[σχοίνινος]] ἠθμὸς, «δι’ οὗ τὰς ψήφους οἱ δικασταὶ εἰς τὰς ὑδρίας καθιᾶσιν» (Ἡσύχ.), Κρατῖνος ἐν «Νόμος» 13· φορμὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 227.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />de jonc.<br />'''Étymologie:''' [[σχοῖνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:36, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοίνῐνος Medium diacritics: σχοίνινος Low diacritics: σχοίνινος Capitals: ΣΧΟΙΝΙΝΟΣ
Transliteration A: schoíninos Transliteration B: schoininos Transliteration C: schoininos Beta Code: sxoi/ninos

English (LSJ)

η, ον, (σχοῖνος) of rushes, made of rushes, τεύχη E.Cyc.208; ἡνίαι Id.Fr. 284; ἠθμός Cratin.132; φορμός Ar.Fr.172; πισγίς IG11(2).287 B 50 (Delos, iii B.C.); κύκλος Str.12.5.4.

German (Pape)

[Seite 1056] 1) aus Binsen, von Binsen gemacht, Eur. fr. Autol. 3. – 2) einer Binse ähnlich, gleich, wie eine Binse gewachsen, lang u. schmächtig, VLL.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.

Greek (Liddell-Scott)

σχοίνῐνος: -η, -ον, (σχοῖνος) ὁ ἐκ σχοίνων (δηλ. βούρλων) πεποιημένος, τεύχη Εὐρ. Κύκλ. 208· ἡνίαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 286· σχοίνινος ἠθμὸς, «δι’ οὗ τὰς ψήφους οἱ δικασταὶ εἰς τὰς ὑδρίας καθιᾶσιν» (Ἡσύχ.), Κρατῖνος ἐν «Νόμος» 13· φορμὸς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 227.

Greek Monolingual

-η, -ο / σχοίνινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και σκοίνινος, -η, -ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. σχοινίς, -ίδος, Α σχοῑνος
νεοελλ.
κατασκευασμένος με σχοινί
αρχ.
κατασκευασμένος από σχοίνους.

Greek Monotonic

σχοίνῐνος: -η, -ον (σχοῖνος), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει πλεχθεί από σχοινιά (δηλ. από βούρλα), σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχοίνινος -η -ον [σχοῖνος] van biezen gemaakt.

Russian (Dvoretsky)

σχοίνῐνος: тростниковый (τεύχη Eur.; φορμός Arph.).

Middle Liddell

σχοίνῐνος, η, ον σχοῖνος
made of rushes, Eur.

English (Woodhouse)

made of reed, made of rushes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)