φράκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fraktis
|Transliteration C=fraktis
|Beta Code=fra/kths
|Beta Code=fra/kths
|Definition=ου, ὁ, [[sluice with gates]], <span class="bibl">Procop.<span class="title">Aed.</span>2.3</span>; = [[saeptor]], Gloss.
|Definition=φράκτου, ὁ, [[sluice with gates]], Procop.''Aed.''2.3; = [[saeptor]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φράκτης Medium diacritics: φράκτης Low diacritics: φράκτης Capitals: ΦΡΑΚΤΗΣ
Transliteration A: phráktēs Transliteration B: phraktēs Transliteration C: fraktis Beta Code: fra/kths

English (LSJ)

φράκτου, ὁ, sluice with gates, Procop.Aed.2.3; = saeptor, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

φράκτης: -ου, ὁ, παρὰ Προκοπίῳ, (ΙΙΙ, 219, 5) φραγμὸς ὕδατος μετὰ πύλης, καλούμενος καὶ ἀρίς.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και φράχτης Ν
μόνιμο ή πρόχειρο τείχισμα που περικλείει έναν χώρο, φράγμα
νεοελλ.
1. περίφραγμα καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους
2. τεχνολ. φρακτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ- του ρ. φράζω (ΙΙ) + κατάλ. -της. Ο νεοελλ. τ. φράχτης < φράκτης, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (πρβλ. γραφτός < γραπτός, νύχτα < νύκτα)].