χαλαίπους: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει [[σταθερά]], που κουτσαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλαι</i>- (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[χαλώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κραταί</i>-[[πους]]].
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει [[σταθερά]], που κουτσαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλαι</i>- (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[χαλώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[κραταίπους]]].
}}
}}

Revision as of 14:51, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλαίπους Medium diacritics: χαλαίπους Low diacritics: χαλαίπους Capitals: ΧΑΛΑΙΠΟΥΣ
Transliteration A: chalaípous Transliteration B: chalaipous Transliteration C: chalaipous Beta Code: xalai/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος:—with loose, trailing feet, halting, Ἥφαιστος Nic.Th.458; vv.ll. χωλοίπους, κυλλόπους.

German (Pape)

[Seite 1326] ποδος, ὁ, ἡ, neutr. πουν, mit schlaffen, schleppenden Füßen, schleppfüßig, hinkend, v.l. für χωλοίπους od. κυλοίπους bei Nic. Th. 458.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαίπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν· ― ὁ ἔχων τοὺς πόδας χαλαρούς, ὁ σύρων αὐτοὺς περιπατῶν, χωλὸς, Ἥφαιστος Νικ. Θηρ. 458· διάφορ. γραφαί: χωλοίπους, κυλοίπους.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει σταθερά, που κουτσαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι- (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. κραταίπους].