χαλιδοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalidoforos
|Transliteration C=chalidoforos
|Beta Code=xalidofo/ros
|Beta Code=xalidofo/ros
|Definition=ὁ, (χάλις) [[cupbearer]], IG5(1).1468, al. (Messene, <b class="b3">χαλειδ-</b> lapides).
|Definition=ὁ, ([[χάλις]]) [[cupbearer]], IG5(1).1468, al. (Messene, <b class="b3">χαλειδ-</b> lapides).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰλῐδοφόρος Medium diacritics: χαλιδοφόρος Low diacritics: χαλιδοφόρος Capitals: ΧΑΛΙΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: chalidophóros Transliteration B: chalidophoros Transliteration C: chalidoforos Beta Code: xalidofo/ros

English (LSJ)

ὁ, (χάλις) cupbearer, IG5(1).1468, al. (Messene, χαλειδ- lapides).

German (Pape)

[Seite 1328] = ἀκρατοφόρος, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλῐδοφόρος: -ον, ὁ, ὁ φέρων ποτήρια, Ἐπιγραφὴ Μεσσην. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1297.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(για μετόχους σε βακχική πομπή) αυτός που κρατάει αγγείο με άκρατο οίνο, με ανέρωτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις, -ιος «άκρατος οίνος» + -φόρος, πιθ. μέσω ενός οδοντικόληκτου θ. χαλιδο-, που απαντά μόνον σε αυτόν τον τ.].