χλαμυρίς: Difference between revisions
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πόα, ὁ [[κυρίως]] [[βρόμος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χλαμυρίς]] ανάγεται, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghel</i>- της λ. [[χλόη]] και έχει σχηματιστεί από μια [[μορφή]] θ. σε -<i>m</i>- (<b>πρβλ.</b> και το ομόρριζο λιθουαν. <i>želmuo</i> «[[ρώμη]], [[σφρίγος]]» [για φυτά]) και [[επίθημα]] -<i>υρ</i>-<i>ίς</i> (<span style="color: red;"><</span> κατάλ. -<i>υρος</i>, <b>πρβλ.</b> [[γλαφυρός]]). Στην [[ίδια]] [[μορφή]] ρίζας, [[αλλά]] με διαφορετικό φωνηεντισμό, ανάγεται και ο τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>χλεμυράνo χλοανθοῦσαν</i>, [[καθώς]] και ο τ. <i>χλεμερόν</i><br /><i>χλιαρόν</i>, <i>θερμόν</i>, ο [[οποίος]] εμφανίζει διαφορετικό [[επίθημα]] -<i>ερός</i> ( | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πόα, ὁ [[κυρίως]] [[βρόμος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χλαμυρίς]] ανάγεται, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ghel</i>- της λ. [[χλόη]] και έχει σχηματιστεί από μια [[μορφή]] θ. σε -<i>m</i>- (<b>πρβλ.</b> και το ομόρριζο λιθουαν. <i>želmuo</i> «[[ρώμη]], [[σφρίγος]]» [για φυτά]) και [[επίθημα]] -<i>υρ</i>-<i>ίς</i> (<span style="color: red;"><</span> κατάλ. -<i>υρος</i>, <b>πρβλ.</b> [[γλαφυρός]]). Στην [[ίδια]] [[μορφή]] ρίζας, [[αλλά]] με διαφορετικό φωνηεντισμό, ανάγεται και ο τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>χλεμυράνo χλοανθοῦσαν</i>, [[καθώς]] και ο τ. <i>χλεμερόν</i><br /><i>χλιαρόν</i>, <i>θερμόν</i>, ο [[οποίος]] εμφανίζει διαφορετικό [[επίθημα]] -<i>ερός</i> ([[πρβλ]]. [[τρυφερός]]) και απέχει και σημασιολογικά (για τις μορφές της ρίζας <b>βλ. λ.</b> [[χλόη]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 11 May 2023
English (LSJ)
= βρόμος (B), Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πόα, ὁ κυρίως βρόμος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χλαμυρίς ανάγεται, κατά την πιθανότερη άποψη, στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghel- της λ. χλόη και έχει σχηματιστεί από μια μορφή θ. σε -m- (πρβλ. και το ομόρριζο λιθουαν. želmuo «ρώμη, σφρίγος» [για φυτά]) και επίθημα -υρ-ίς (< κατάλ. -υρος, πρβλ. γλαφυρός). Στην ίδια μορφή ρίζας, αλλά με διαφορετικό φωνηεντισμό, ανάγεται και ο τ. του Ησύχ. χλεμυράνo χλοανθοῦσαν, καθώς και ο τ. χλεμερόν
χλιαρόν, θερμόν, ο οποίος εμφανίζει διαφορετικό επίθημα -ερός (πρβλ. τρυφερός) και απέχει και σημασιολογικά (για τις μορφές της ρίζας βλ. λ. χλόη)].