ρώμη

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

η / ῥώμη, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ρώμα, Α
1. σωματική δύναμη, σφρίγος, ισχύς, ευρωστία (α. «πρὸς τούτῳ ῥώμη σώματος τοιήδε»
Ηρόδ.)
β. «τὴν παροῦσαν νῦν ῥώμην πόλεως», Θουκ.
2. ψυχικό σθένος, θάρρος, γενναιότητα («τὴν δὲ ῥώμην τῆς ψυχῆς ἐθαύμαζον», Ξεν.)
αρχ.
1. στρατιωτική, πολεμική δύναμη, στράτευμα
2. δεινότητα, ορμή («τῆς τῶν λόγων ῥώμης», Κρατίν.)
3. πεποίθηση, εμπιστοσύνη
4. τόλμη
5. φρ. α) «οὐ μιᾷ ῥώμῃ» — όχι με τη δύναμη ενός ανθρώπου, Σοφ.
β) «ὁ μετὰ ῥώμης γιγνόμενος θάνατος» — θάνατος που επέρχεται σε κατάσταση απόλυτης ισχύος ή θάνατος που επέρχεται στο άνθος της ηλικίας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για έναν από τους αρχαιότερους τύπους της οικογένειας του ῥώννυμι (βλ. λ. ῥώννυμι). Η λ. αρχικά σήμαινε τη φυσική δύναμη (πρβλ. υγεία, ισχύς), ενώ δήλωνε πιο έντονα από την λ. ισχύς την ενεργοποίηση και αναφερόταν συνήθως σε πολεμική ορμή ή δύναμη της ψυχής].

Mantoulidis Etymological

(=δύναμη). Ἀπό τό ρώομαι (=ὁρμῶ) ἀπό ὅπου καί τό ρώννυμι, ὅπου δές γιά παράγωγα.