χρυσόπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>χρῡσόπεπλος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[golden]] [[robe]] χρυσοπέπλου Μναμοσύνας (I. 6.75)
|sltr=<b>χρῡσόπεπλος, -ον</b> [[with]] [[golden]] [[robe]] χρυσοπέπλου Μναμοσύνας (I. 6.75)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:40, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπεπλος Medium diacritics: χρυσόπεπλος Low diacritics: χρυσόπεπλος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: chrysópeplos Transliteration B: chrysopeplos Transliteration C: chrysopeplos Beta Code: xruso/peplos

English (LSJ)

ον, with robe of gold, κούρα Anacr.76; Μναμοσύνα Pi.I.6(5).75; Ἥρη B.18.22.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenem Schleier, Gewande, Μνημοσύνη Pind. I. 5, 72, u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων πέπλον, ἐσθῆτα ἐκ χρυσοῦ, χρυσόπεπλε κούρα Ἀνακρ. 76 (80)· χρυσοπέπλου Μναμοσύνας Πινδ. Ι. 6 (5). τέλ.

English (Slater)

χρῡσόπεπλος, -ον with golden robe χρυσοπέπλου Μναμοσύνας (I. 6.75)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φορεί χρυσό πέπλο («χρυσόπεπλε κούρα», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πέπλος (πρβλ. λινό-πεπλος)].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπεπλος: в златотканном одеянии (κούρα Anacr.; Μναμοσύνα Pind.).