δεκάβαθμος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=deka/baqmos
|Beta Code=deka/baqmos
|Definition=[κᾰ], ον, [[with ten steps]], κρηπίς <span class="bibl">Ph.Byz.<span class="title">Mir.</span>6.2</span>.
|Definition=[κᾰ], ον, [[with ten steps]], κρηπίς <span class="bibl">Ph.Byz.<span class="title">Mir.</span>6.2</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de diez escalones]] κρηπίς Ph.Byz.<i>Mir</i>.6.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκάβαθμος''': -ον, ὁ ἔχων [[δέκα]] βαθμίδας, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θεαμ. 6.
|lstext='''δεκάβαθμος''': -ον, ὁ ἔχων [[δέκα]] βαθμίδας, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θεαμ. 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de diez escalones]] κρηπίς Ph.Byz.<i>Mir</i>.6.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκάβαθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[δέκα]] βαθμίδες, [[δέκα]] σκαλοπάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο δεκαβάθμιος, αυτός που έχει [[δέκα]] βαθμούς.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δεκάβαθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[δέκα]] βαθμίδες, [[δέκα]] σκαλοπάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο δεκαβάθμιος, αυτός που έχει [[δέκα]] βαθμούς.
}}
}}

Revision as of 10:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάβαθμος Medium diacritics: δεκάβαθμος Low diacritics: δεκάβαθμος Capitals: ΔΕΚΑΒΑΘΜΟΣ
Transliteration A: dekábathmos Transliteration B: dekabathmos Transliteration C: dekavathmos Beta Code: deka/baqmos

English (LSJ)

[κᾰ], ον, with ten steps, κρηπίς Ph.Byz.Mir.6.2.

Spanish (DGE)

-ον de diez escalones κρηπίς Ph.Byz.Mir.6.2.

German (Pape)

[Seite 542] zehnstufig, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάβαθμος: -ον, ὁ ἔχων δέκα βαθμίδας, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν Ἑπτὰ Θεαμ. 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκάβαθμος, -ον)
αυτός που έχει δέκα βαθμίδες, δέκα σκαλοπάτια
νεοελλ.
ο δεκαβάθμιος, αυτός που έχει δέκα βαθμούς.