διαχάλασις: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diaxa/lasis | |Beta Code=diaxa/lasis | ||
|Definition=[χᾰ], εως, ἡ, [[disjoining]] in the sutures of the skull, <span class="bibl">Hp. <span class="title">VC</span>12</span>. | |Definition=[χᾰ], εως, ἡ, [[disjoining]] in the sutures of the skull, <span class="bibl">Hp. <span class="title">VC</span>12</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[separación]], [[apertura]] τῆς ῥαφῆς ref. a las suturas del cráneo, Hp.<i>VC</i> 12. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαχάλᾰσις''': -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, [[χάσμα]], κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22. | |lstext='''διαχάλᾰσις''': -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, [[χάσμα]], κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαχάλασις]], η (Α)<br />[[χαλάρωση]] της ενώσεως τών οστών [[ιδίως]] του κρανίου. | |mltxt=[[διαχάλασις]], η (Α)<br />[[χαλάρωση]] της ενώσεως τών οστών [[ιδίως]] του κρανίου. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:02, 1 October 2022
English (LSJ)
[χᾰ], εως, ἡ, disjoining in the sutures of the skull, Hp. VC12.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
separación, apertura τῆς ῥαφῆς ref. a las suturas del cráneo, Hp.VC 12.
German (Pape)
[Seite 613] ἡ, das Nachlassen, die Erweiterung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διαχάλᾰσις: -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, χάσμα, κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22.
Greek Monolingual
διαχάλασις, η (Α)
χαλάρωση της ενώσεως τών οστών ιδίως του κρανίου.