καρυΐτης: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karyitis | |Transliteration C=karyitis | ||
|Beta Code=karui/+ths | |Beta Code=karui/+ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[like a nut]], <b class="b3">τιθύμαλλος κ</b> | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[like a nut]], <b class="b3">τιθύμαλλος κ.</b>, [[Euphorbia Myrsinites]], Dsc.4.164. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, like a nut, τιθύμαλλος κ., Euphorbia Myrsinites, Dsc.4.164.
German (Pape)
[Seite 1331] ὁ, ein Kraut mit nußähnlichen Früchten, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
καρυΐτης: ὁ, ὅμοιος πρὸς κάρυον, τιθύμαλλος, καρ., Euphorbia Myrs nites, Διοσκ. 4. 165.
Greek Monolingual
καρυΐτης, ὁ (Α)
1. αυτός που μοιάζει με καρύδι
2. φρ. «τιθύμαλλος καρυΐτης» — το φυτό ευφόρβιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. γαλακτίτης, μελιτίτης)].