κυανοπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυανοπλόκαμος -ον [κύανος, πλόκαμος] met donkere lokken.
|elnltext=κυανοπλόκαμος -ον [κύανος, πλόκαμος] [[met donkere lokken]].
}}
}}

Revision as of 13:49, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοπλόκᾰμος Medium diacritics: κυανοπλόκαμος Low diacritics: κυανοπλόκαμος Capitals: ΚΥΑΝΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: kyanoplókamos Transliteration B: kyanoplokamos Transliteration C: kyanoplokamos Beta Code: kuanoplo/kamos

English (LSJ)

ον, dark-haired, B.5.33, al., Q.S.5.345.

German (Pape)

[Seite 1521] dunkel gelockt, Nymphen, Qu. Sm. 5, 345.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοπλόκαμος: -ον, ἔχων μέλανας πλοκάμους, μέλαιναν κόμην, Κόϊντ. Σμ. 5. 345.

Greek Monolingual

κυανοπλόκαμος, -ον (Α)
(για τις Νύμφες ή για τη Θέτιδα) αυτή που έχει μαύρα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πλόκαμος «βόστρυχος» (πρβλ. ιοπλόκαμος, σταχυοπλόκαμος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανοπλόκαμος -ον [κύανος, πλόκαμος] met donkere lokken.