λευκόφαιος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkofaios | |Transliteration C=lefkofaios | ||
|Beta Code=leuko/faios | |Beta Code=leuko/faios | ||
|Definition= | |Definition=λευκόφαιον, [[whitish grey]], [[ash-coloured]], πρόβατον ''PHib.''1.32.13 (iii B.C.); χιτών ''PCair.Zen.''433.9 (iii B.C.), cf. Ath.3.78a, Poll.7.129; [[καρπός]] prob.in Posidon.3 J. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
λευκόφαιον, whitish grey, ash-coloured, πρόβατον PHib.1.32.13 (iii B.C.); χιτών PCair.Zen.433.9 (iii B.C.), cf. Ath.3.78a, Poll.7.129; καρπός prob.in Posidon.3 J.
German (Pape)
[Seite 35] weißgrau, aschgrau, σῦκα, Ath. III, 78 a; Poll. 7, 129.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόφαιος: -ον, ἔχων χρῶμα μεταξὺ λευκοῦ καὶ φαιοῦ, «στακτερός», Ἀθήν. 78A, Πολυδ. Ζ΄, 129.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκόφαιος, -ον)
σταχτόχρωμος, σταχτής
νεοελλ.
φρ. «λευκόφαιος παγετός»
(μετεωρ.) απόθεση κρυστάλλων πάγου στην επιφάνεια αντικειμένων εκτεθειμένων στον ελεύθερο αέρα, όπως είναι το γρασίδι, τα φύλλα και τα κλαδιά τών δέντρων.