λογέμπορος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λογέμπορος]] και, [[κατά]] τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει [[εμπόριο]] στα [[λόγια]].
|mltxt=[[λογέμπορος]] και, [[κατά]] τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει [[εμπόριο]] στα [[λόγια]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der mit [[Reden]] handelt</i>, überhaupt <i>[[Einer]] der aus dem [[Schreiben]], der [[Gelehrsamkeit]] ein [[Gewerbe]] macht</i>, von den [[Sophisten]] [[gesagt]], Artemidor. 2.75, <i>Schol. Eur. Hipp</i>. 966.
}}
}}

Revision as of 16:58, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογέμπορος Medium diacritics: λογέμπορος Low diacritics: λογέμπορος Capitals: ΛΟΓΕΜΠΟΡΟΣ
Transliteration A: logémporos Transliteration B: logemporos Transliteration C: logemporos Beta Code: loge/mporos

English (LSJ)

ὁ, phrase-monger, Artem.2.70: a pecul. accent λογεμπόρος is mentioned by Eust.463.40, 1447.47.

Greek (Liddell-Scott)

λογέμπορος: -ον, ὁ ἐμπορευόμενος ἐν λόγοις, Ἀρτεμίδ. 2. 75· - τονισμός τις παράδοξος λογεμπόρος μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 463. 40., 1447. 47

Greek Monolingual

λογέμπορος και, κατά τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)
αυτός που κάνει εμπόριο στα λόγια.

German (Pape)

ὁ, der mit Reden handelt, überhaupt Einer der aus dem Schreiben, der Gelehrsamkeit ein Gewerbe macht, von den Sophisten gesagt, Artemidor. 2.75, Schol. Eur. Hipp. 966.