μακρόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], που μπορεί να ακουστεί από [[μακριά]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] ([[πρβλ]]. [[ετερόφωνος]], [[φερέφωνος]] | |mltxt=-η, -ο (Α [[μακρόφωνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δυνατή [[φωνή]], που μπορεί να ακουστεί από [[μακριά]], [[μεγαλόφωνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φωνή]] ([[πρβλ]]. [[ετερόφωνος]], [[φερέφωνος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, shouting aloud, Hsch. s.v. τανύγλωσσοι.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόφωνος: -ον, μεγαλόφωνος, Ἡσύχ. ἐν λ. τανύγλωσσοι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μακρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει δυνατή φωνή, που μπορεί να ακουστεί από μακριά, μεγαλόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φωνή (πρβλ. ετερόφωνος, φερέφωνος].