μεριστής: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] ὁ, der Theiler, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] ὁ, der Theiler, N. T. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui partage, qui divise.<br />'''Étymologie:''' [[μερίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μερίζων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 14, Πολυδ. Δ΄, 176· θηλ. μερίστρια, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 711. | |lstext='''μεριστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μερίζων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 14, Πολυδ. Δ΄, 176· θηλ. μερίστρια, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 711. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 21:34, 1 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, divider, distributor, Ev.Luc.12.14, Poll.4.176, PMag.Leid.W.14.42; μ. χρόνων ζωῆς, of the lord of the horoscope, Vett.Val.62.4:—fem. μερ-ίστρια, Sch.rec.A.Th. 711.
German (Pape)
[Seite 135] ὁ, der Theiler, N. T.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui partage, qui divise.
Étymologie: μερίζω.
Greek (Liddell-Scott)
μεριστής: -οῦ, ὁ, ὁ μερίζων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 14, Πολυδ. Δ΄, 176· θηλ. μερίστρια, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 711.
Spanish
English (Strong)
from μερίζω; an apportioner (administrator): divider.
English (Thayer)
μεριστού, ὁ (μερίζω), a divider: of an inheritance, Pollux (4,176).)
Greek Monolingual
μεριστής, ὁ θηλ. μερίστρια ΑM μερίζω
1. αυτός που χωρίζει, που διαιρεί
2. αυτός που διανέμει κάτι·
Greek Monotonic
μεριστής: -οῦ, ὁ (μερίζω), αυτός που διαιρεί, μοιράζει, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μεριστής: οῦ ὁ разделяющий (спорящие стороны), т. е. посредник (δικαστὴς ἢ μ. NT).
Middle Liddell
μεριστής, οῦ, ὁ, μερίζω
a divider, NTest.
Chinese
原文音譯:merst»j 姆里士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:分(者)
字義溯源:分配者,仲裁者,分開者,分家,分家業;源自(μερίζω)=分開);而 (μερίζω)出自(μέρος)=份或分享), (μέρος)又出自(μείζων)X*=分得的份)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 分家(1) 路12:14