μεσόπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσόπλουτος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μεσσόπλουτος, -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[μετρίως]] [[πλούσιος]], ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλοῦτος]] ([[πρβλ]]. <i>πάμ</i>-<i>πλουτος</i>)].
|mltxt=[[μεσόπλουτος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, μεσσόπλουτος, -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[μετρίως]] [[πλούσιος]], ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλοῦτος]] ([[πρβλ]]. [[πάμπλουτος]])].
}}
}}

Revision as of 06:55, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόπλουτος Medium diacritics: μεσόπλουτος Low diacritics: μεσόπλουτος Capitals: ΜΕΣΟΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: mesóploutos Transliteration B: mesoploutos Transliteration C: mesoploutos Beta Code: meso/ploutos

English (LSJ)

ον, moderately rich, dub. in Alciphr.3.34 (leg. νεόπλ-); μεσσόπλουτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 139] halbreich, Alciphr. 3, 34, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόπλουτος: -ον, ὁ μετρίως πλούσιος, Ἀλκίφρων 3. 34 (Pierson. νεόπλ-), οὐχ ἧττον ἀμφίβολ. ἢ τὸ μεσσόπλουτος παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεσόπλουτος και, κατά τον Ησύχ., μεσσόπλουτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μετρίως πλούσιος, ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πλοῦτος (πρβλ. πάμπλουτος)].