μιμιχμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mimichmos
|Transliteration C=mimichmos
|Beta Code=mimixmo/s
|Beta Code=mimixmo/s
|Definition=ὁ, [[neighing of horses]], Hsch.; cf. [[μιμάξασα]].
|Definition=ὁ, [[neighing of horses]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[μιμάξασα]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμιχμός Medium diacritics: μιμιχμός Low diacritics: μιμιχμός Capitals: ΜΙΜΙΧΜΟΣ
Transliteration A: mimichmós Transliteration B: mimichmos Transliteration C: mimichmos Beta Code: mimixmo/s

English (LSJ)

ὁ, neighing of horses, Hsch.; cf. μιμάξασα.

German (Pape)

[Seite 187] ὁ, das Wiehern der Pferde, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιμιχμός: ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ μιμάξασα (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα».

Greek Monolingual

μιμιχμός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τοῦ ἵππου φωνή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mimati «μουγκρίζω», αρχ. σλαβ. mimati «ψελλίζω, τραυλίζω» και εντάσσεται σε μια σειρά ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα mim(ei)-].