μονολέων: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] οντος, ὁ, u. p. μουνολέων, Leonid. Al. 12 (VI, 221), der einzelne od. der ungewöhnlich große Löwe, der einzig in seiner Art ist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] οντος, ὁ, u. p. μουνολέων, Leonid. Al. 12 (VI, 221), der einzelne od. der ungewöhnlich große Löwe, der einzig in seiner Art ist.
}}
{{elru
|elrutext='''μονολέων:''' ион. [[μουνολέων]], οντος ὁ единственный в своем роде, т. е. небывалый, огромный лев Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονολέων:''' Ιων. μουνο-, μοναδικό τεράστιο [[λιοντάρι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μονολέων:''' Ιων. μουνο-, μοναδικό τεράστιο [[λιοντάρι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονολέων:''' ион. [[μουνολέων]], οντος ὁ единственный в своем роде, т. е. небывалый, огромный лев Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[singularly]] [[huge]] [[lion]], Anth.
|mdlsjtxt=a [[singularly]] [[huge]] [[lion]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:38, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονολέων Medium diacritics: μονολέων Low diacritics: μονολέων Capitals: ΜΟΝΟΛΕΩΝ
Transliteration A: monoléōn Transliteration B: monoleōn Transliteration C: monoleon Beta Code: monole/wn

English (LSJ)

Ion. μουνο-, οντος, ὁ, solitary, i. e. singularly fierce, lion, AP6.221 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 203] οντος, ὁ, u. p. μουνολέων, Leonid. Al. 12 (VI, 221), der einzelne od. der ungewöhnlich große Löwe, der einzig in seiner Art ist.

Russian (Dvoretsky)

μονολέων: ион. μουνολέων, οντος ὁ единственный в своем роде, т. е. небывалый, огромный лев Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μονολέων: Ἰων. μουν-, οντος, ὁ, μόνος, μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του λέων, δηλ. κατ’ ἐξοχὴν μέγας, πελώριος λέων, Ἀνθ. Π. 6. 221· πρβλ. μονόλυκος.

Greek Monolingual

μονολέων, ιων. τ. μουνολέων, -οντος, ὁ (Α)
πολύ μεγάλο, μοναδικό στο είδος του λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λέων.

Greek Monotonic

μονολέων: Ιων. μουνο-, μοναδικό τεράστιο λιοντάρι, σε Ανθ.

Middle Liddell

a singularly huge lion, Anth.