νάγμα: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nagma | |Transliteration C=nagma | ||
|Beta Code=na/gma | |Beta Code=na/gma | ||
|Definition=ατος, τό, [[anything piled up]], as a stone wall, | |Definition=-ατος, τό, [[anything piled up]], as a stone wall, J.''BJ''1.21.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, anything piled up, as a stone wall, J.BJ1.21.7.
German (Pape)
[Seite 227] τό, das Aufgeschüttete u. Zusammengedrückte (s. νάσσω), bei Ios. eine steinerne Mauer.
Greek (Liddell-Scott)
νάγμα: τό, πᾶν τὸ πυκνῶς ἐστοιβασμένον, οἷον τοῖχος ἐκ λίθων, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 7.
Greek Monolingual
νάγμα, τὸ (Α)
(γενικά) καθετί που έχει στοιβαχθεί ή σωσσωρευθεί με πυκνό τρόπο
2. (ειδικά) πλατύ λίθινο τείχος προφυλάξεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναγ- (πρβλ. νέ-ναγ-μαι, παθ. παρακμ. του ρ. νάσσω «πιέζω, στοιβάζω») + κατάλ. -μα, πρβλ. μάγ-μα, τάγμα.