νεοπηγής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0243.png Seite 243]] ές, = [[νεοπαγής]]; 'Ρώμη, Cyr. 6 (IX, 808); Coluth. 256 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0243.png Seite 243]] ές, = [[νεοπαγής]]; 'Ρώμη, Cyr. 6 (IX, 808); Coluth. 256 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεοπαγής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοπηγής''': -ές, ὁ νεωστὶ κτισθείς, ἢ κατασκευασθείς, Ρώμη Ἀνθ. Π. 9. 808· γυῖα Χρησμ. ἐν Εὐσ. Π. Ε. 146D· - οὕτω [[νεόπηκτος]], ον, ὁ νεωστὶ [[παγείς]], στερεοποιηθείς, «πήξας», τυρὸς Βατραχομ. 38· ὁ νεωστὶ ὀπτηθείς, [[κέραμος]] Ἱππ. 673. 23.
|lstext='''νεοπηγής''': -ές, ὁ νεωστὶ κτισθείς, ἢ κατασκευασθείς, Ρώμη Ἀνθ. Π. 9. 808· γυῖα Χρησμ. ἐν Εὐσ. Π. Ε. 146D· - οὕτω [[νεόπηκτος]], ον, ὁ νεωστὶ [[παγείς]], στερεοποιηθείς, «πήξας», τυρὸς Βατραχομ. 38· ὁ νεωστὶ ὀπτηθείς, [[κέραμος]] Ἱππ. 673. 23.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεοπαγής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπηγής Medium diacritics: νεοπηγής Low diacritics: νεοπηγής Capitals: ΝΕΟΠΗΓΗΣ
Transliteration A: neopēgḗs Transliteration B: neopēgēs Transliteration C: neopigis Beta Code: neophgh/s

English (LSJ)

ές, lately built or made, Ῥώμη AP9.808 (Cyrus); γυῖα Orac. ap. Eus.PE4.9:—also νεό-πηκτος, ον, fresh-curdled, τυρός Batr.38; newly burnt, κεραμίς Hp.Mul.2.206; newly built, θάλαμοι Hld.6.11.

German (Pape)

[Seite 243] ές, = νεοπαγής; 'Ρώμη, Cyr. 6 (IX, 808); Coluth. 256 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεοπαγής.

Greek (Liddell-Scott)

νεοπηγής: -ές, ὁ νεωστὶ κτισθείς, ἢ κατασκευασθείς, Ρώμη Ἀνθ. Π. 9. 808· γυῖα Χρησμ. ἐν Εὐσ. Π. Ε. 146D· - οὕτω νεόπηκτος, ον, ὁ νεωστὶ παγείς, στερεοποιηθείς, «πήξας», τυρὸς Βατραχομ. 38· ὁ νεωστὶ ὀπτηθείς, κέραμος Ἱππ. 673. 23.

Greek Monolingual

νεοπηγής, -ές (Α)
1. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε πριν από λίγο
2. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ-πηγής, καινο-πηγής].

Greek Monotonic

νεοπηγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει χτιστεί ή κατασκευαστεί πρόσφατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεοπηγής: недавно укрепленный или недавно построенный (Ῥώμη Anth.).

Middle Liddell

νεο-πηγής, ές πήγνυμι
lately built or made, Anth.