νυκτιλόχος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτιλόχος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη [[νύχτα]] («τὸ αἴτιον [[νυκτιλόχος]] [[μανία]]» — η [[μανία]] που εκδηλώνεται [[κατά]] τη [[νύχτα]], <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] (<b>πρβλ.</b> <i>βωμο</i>-[[λόχος]])].
|mltxt=[[νυκτιλόχος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη [[νύχτα]] («τὸ αἴτιον [[νυκτιλόχος]] [[μανία]]» — η [[μανία]] που εκδηλώνεται [[κατά]] τη [[νύχτα]], <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] (<b>πρβλ.</b> <i>βωμο</i>-[[λόχος]])].
}}
{{pape
|ptext=<i>bei [[Nacht]] [[auflauernd]]</i>, Sp.; <i>VLL</i> erkl. [[λῃστής]].
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλόχος Medium diacritics: νυκτιλόχος Low diacritics: νυκτιλόχος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΟΧΟΣ
Transliteration A: nyktilóchos Transliteration B: nyktilochos Transliteration C: nyktilochos Beta Code: nuktilo/xos

English (LSJ)

ον, lying in wait by night, Theognost.Can.84, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλόχος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ἐνεδρεύων, λῃστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 18· ― νυκτιλοχέω, Βυζ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νυκτιλόχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη νύχτα («τὸ αἴτιον νυκτιλόχος μανία» — η μανία που εκδηλώνεται κατά τη νύχτα, Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λόχος (πρβλ. βωμο-λόχος)].

German (Pape)

bei Nacht auflauernd, Sp.; VLL erkl. λῃστής.