ἐπανορθωτής: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epanorthotis | |Transliteration C=epanorthotis | ||
|Beta Code=e)panorqwth/s | |Beta Code=e)panorqwth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπανορθωτοῦ, ὁ, [[corrector]], [[restorer]], τοῦ κάμνοντος D.H.8.67; of writings, Gal.7.894; [[ἐπανορθωτής τῶν τρόπων]], = Lat. [[corrector morum]], D.C.54.30; also, = Lat. [[corrector civitatis]], IG4.1417 (Epid.), 5(1).541 (Sparta), 7.91 (Megara). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπανορθωτοῦ, ὁ, corrector, restorer, τοῦ κάμνοντος D.H.8.67; of writings, Gal.7.894; ἐπανορθωτής τῶν τρόπων, = Lat. corrector morum, D.C.54.30; also, = Lat. corrector civitatis, IG4.1417 (Epid.), 5(1).541 (Sparta), 7.91 (Megara).
German (Pape)
[Seite 903] ὁ, der Verbesserer, Wiederhersteller, τοῦ κάμνοντος D. Hal. 8, 67, τῶν τρόπων D. Cass. 54, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανορθωτής: -οῦ, ὁ, βοηθός, ἔφεδρος, ἕτοιμος νὰ ἐπανορθώσῃ ἀπώλειαν ἢ βλάβην γενομένην εἰς μέρος τι τοῦ στρατοῦ ὑπὸ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, ἐπανορθωτὰς τοῦ κάμνοντος, δηλ. τοῦ πάσχοντος μέρους τοῦ στρατοῦ ὑπὸ τῶν πολεμίων καὶ ἔχοντος χρείαν βοηθείας καὶ ἐπανορθώσεως, Διον. Ἁλ. 8. 67· ἐπανορθωτὴς τῶν τρόπων... αἱρεθείς, ἀξίωμα παρὰ Ρωμαίοις, Δίων Κ. 54. 30· ἐπανορθωτὴν Ἀχαιίας Συλλ. Ἐπιγρ. 1624. ― Ἐπίρρ. ἐπανορθωτικῶς Σχόλ. Βαυαρ. εἰς Δημ. σ. 37. 22.
Greek Monolingual
ο (Α ἐπανορθωτής) επανορθώνω
αυτός που επανορθώνει
αρχ.
1. (ειδ.) βοηθός, έφεδρος, έτοιμος να αναπληρώσει τις απώλειες ενός τμήματος της παρατάξεως σε ώρα μάχης
2. αυτός που παίρνει εντολή να μεταρρυθμίσει τους νόμους, ο διορθωτής (στους Ρωμαίους corrector civitatis
3. (για συγγράμματα) αυτός που επιφέρει διορθώσεις
4. φρ. «επανορθωτής τών τρόπων» — αξίωμα ρωμαϊκό, ο επόπτης τών ηθών, λατ. corrector morum («ἐπανορθωτής τῶν τρόπων αἱρεθείς», Δίων Κάσσ.).