εὐφάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐφάρμακος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αφθονία]] από βότανα χρήσιμα στη [[φαρμακευτική]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «εὐφάρμακον, τὸ εὔχροον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]].
|mltxt=[[εὐφάρμακος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αφθονία]] από βότανα χρήσιμα στη [[φαρμακευτική]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ευστ.</b>) «εὐφάρμακον, τὸ εὔχροον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[guten]] Heilmitteln [[versehen]]</i>, [[ὄρος]] Theophr.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφάρμᾰκος Medium diacritics: εὐφάρμακος Low diacritics: ευφάρμακος Capitals: ΕΥΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: euphármakos Transliteration B: eupharmakos Transliteration C: effarmakos Beta Code: eu)fa/rmakos

English (LSJ)

ον, abounding in drugs, ὄρος Thphr.HP9.10.3.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφάρμᾰκος: -ον, ἔχων ἀφθονίαν φαρμάκων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 3. ΙΙ. = «εὔχροος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

εὐφάρμακος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αφθονία από βότανα χρήσιμα στη φαρμακευτική
2. (κατά τον Ευστ.) «εὐφάρμακον, τὸ εὔχροον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φάρμακον.

German (Pape)

mit guten Heilmitteln versehen, ὄρος Theophr.