εὐῆλιξ: Difference between revisions
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eviliks | |Transliteration C=eviliks | ||
|Beta Code=eu)h=lic | |Beta Code=eu)h=lic | ||
|Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, (ἡλικία) [[of good stature]], | |Definition=ῐκος, ὁ, ἡ, ([[ἡλικία]]) [[of good stature]], Polem.Phgn.5; [[Στάτιος]] ([[στάτης]] cod.) ὁ εὐῆλιξ εἴρηται Lyd.''Mag.''1.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ῐκος, ὁ, ἡ, (ἡλικία) of good stature, Polem.Phgn.5; Στάτιος (στάτης cod.) ὁ εὐῆλιξ εἴρηται Lyd.Mag.1.23.
German (Pape)
[Seite 1067] ικος, von guten Jahren, gutem Wuchs, Schol. Theocr. 1, 44; Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
εὐῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, (ἡλικία) ἔχων καλὸν ἀνάστημα, Πολέμων 181, Ἀνδρ. Κρήτ. 1304C, Τζέτζ Μεθ’ Ὅμ. 126. 478, 227, πρβλ. Λοβεκ. Παρ. 289. - Ὁ τύπος εὐήλικος μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Achmes Ὀνειροκρ. σ. 11, εὐνοῦχον εὐειδῆ, εὐήλικον.
Greek Monolingual
εὐῆλιξ, ὁ, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραίο παράστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήλιξ «της ίδιας ηλικίας»].