οἰησίσοφος: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰησίσοφος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο [[δοκησίσοφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴησις]] <span style="color: red;">+</span> [[σοφός]] ( | |mltxt=[[οἰησίσοφος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο [[δοκησίσοφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴησις]] <span style="color: red;">+</span> [[σοφός]] ([[πρβλ]]. [[δοκησίσοφος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, wisein his own conceit, Ph.1.125, Procl.in Cra.p.67 P.
German (Pape)
[Seite 298] sich weise dünkend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
οἰησίσοφος: -ον, ὁ οἰήσει σοφός, ὁ νομίζων ἑαυτὸν σοφόν, δοκησίσοφος, Κλήμ. Ἀλ. 454, 456· οἰησισοφία, ἡ, ἀλαζονεία ἐπὶ σοφίᾳ, δοκησισοφία, Ἰω. Χρυσ. Χ, 35Β.
Greek Monolingual
οἰησίσοφος, -ον (ΑΜ)
αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο δοκησίσοφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + σοφός (πρβλ. δοκησίσοφος)].