ταξείδιον: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=takseidion | |Transliteration C=takseidion | ||
|Beta Code=tacei/dion | |Beta Code=tacei/dion | ||
|Definition=τό, [[purpose]], εἴς τινα ταξείδια Ps.-Democr.Alch. | |Definition=τό, [[purpose]], εἴς τινα ταξείδια Ps.-Democr.Alch.p.54 B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, purpose, εἴς τινα ταξείδια Ps.-Democr.Alch.p.54 B.
German (Pape)
[Seite 1068] τό, dim. von τάξις, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ταξείδιον: ἢ ὀρθότερον ταξίδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ τάξις Δ, στρατεία, στράτευσις, πορεία, ἐκδημία, Κ. Πορφυρ. Πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανὸν 142, 244, Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 445, Achmes Ὀνειροκρ. 158, 161, κλπ., ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιόδ. τ. 2, σ. 296, ἴδε καὶ Λεξικ. Ὀρθογρ. καὶ Χρηστ. Ζηκίδου ἐν λ.