τεσσαρεσκαιδεκέτης: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=tessareskaideke/ths
|Beta Code=tessareskaideke/ths
|Definition=ες, [[fourteen years old]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>35</span>: fem. in the form τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις ([[quod vide|q.v.]]); cf. [[τεσσαρακαιδεκέτης]].
|Definition=ες, [[fourteen years old]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>35</span>: fem. in the form τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις ([[quod vide|q.v.]]); cf. [[τεσσαρακαιδεκέτης]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> τεσσαρεσκαιδεκαέτης.<br />'''Étymologie:''' [[τεσσαρεσκαίδεκα]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεσσᾰρεσκαιδεκέτης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 35.
|lstext='''τεσσᾰρεσκαιδεκέτης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 35.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> τεσσαρεσκαιδεκαέτης.<br />'''Étymologie:''' [[τεσσαρεσκαίδεκα]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:56, 2 October 2022

English (LSJ)

ες, fourteen years old, Plu.Aem.35: fem. in the form τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις (q.v.); cf. τεσσαρακαιδεκέτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. τεσσαρεσκαιδεκαέτης.
Étymologie: τεσσαρεσκαίδεκα, ἔτος.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατεσσάρων ἐτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 35.

Greek Monolingual

και τεσσαρακαιδεκέτης και τεσσαρεσκαιδεκαέτης, -άετες και τεσσαρακαιδεκετής, τεσσαρεσκαιδεκαετής και τεσσαρακαιδεκαετής, -ές και τ. θηλ. τεσσαρεσκαιδεκέτις και τεσσαρεσκαιδεκαέτις, -ιδος, Α
ο ηλικίας δεκατεσσάρων ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + -έτης (< ἔτος), πρβλ. τεσσαρακοντα-έτης].

Greek Monotonic

τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: -ου, ὁ, αυτός που έχει ηλικία δεκατεσσάρων ετών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τεσσᾰρεσκαιδεκέτης: атт. τετταρεσκαιδεκέτης 2 четырнадцатилетний Plut.

Middle Liddell

τεσσᾰρεσκαιδεκ-έτης, ου, ὁ,
fourteen years old, Plut.