τρωγλῖτις: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=troglitis | |Transliteration C=troglitis | ||
|Beta Code=trwgli=tis | |Beta Code=trwgli=tis | ||
|Definition=ιδος, ἡ, a kind of | |Definition=ιδος, ἡ, a kind of [[myrrh]], Edict.Diocl. Delph.21, al., Gp.7.36.1, Alex.Trall.1.12: also [[τρωγλοδύτις]] [ῠ], ἡ, Gal.14.68, Alex.Trall.5.4; [[ἶρις]] τρωγλῖτις Gp.7.30.1; and [[τρωγλοδυτική]], Dsc.1.64. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:43, 24 August 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, a kind of myrrh, Edict.Diocl. Delph.21, al., Gp.7.36.1, Alex.Trall.1.12: also τρωγλοδύτις [ῠ], ἡ, Gal.14.68, Alex.Trall.5.4; ἶρις τρωγλῖτις Gp.7.30.1; and τρωγλοδυτική, Dsc.1.64.
Greek (Liddell-Scott)
τρωγλῖτις: -ιδος, ἡ, εἶδος σμύρνης, σμύρνα τρωγλῖτις Ἀλέξ. Τραλλ. 1, σ. 40., 2. σ. 142, 4, σ. 223, κ. ἀλλαχοῦ· ἐνίοτε φέρεται τρωγλοδύτις, ὡς παρὰ Γαληνῷ τ. 13, σ. 885, καὶ τρωγλοδυτικὴ ἐν Διοσκ. 1. 77.
Spanish
Greek Monolingual
(II)
-ίτιδος, η, ΜΑ
το φυτό σμύρνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + κατάλ. -ῖτις. Ο τ. ισοδυναμεί πιθ. με τον τ. τρωγλοδύτις και έχει σχηματιστεί πιθ. από αυτόν με απλολογία].