τρυγηφάγος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=trughfa/gos
|Beta Code=trughfa/gos
|Definition=[ᾰ], ον, [[devouring crops]], Plu.2.730b; also ἀ-τρυγηφάγος, Hsch.; ὀ-τρυγηφάγος, <span class="bibl">Archil.97</span>.
|Definition=[ᾰ], ον, [[devouring crops]], Plu.2.730b; also ἀ-τρυγηφάγος, Hsch.; ὀ-τρυγηφάγος, <span class="bibl">Archil.97</span>.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange les récoltes.<br />'''Étymologie:''' [[τρύγη]], [[φαγεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῠγηφάγος''': [ᾰ], -ον = [[σιτοφάγος]], [[οὔτε]] σκάρον τρυγηφάγον Πλούτ. 2. 730Β· [[ὡσαύτως]], ἀ-[[τρυγηφάγος]], «ἀτρυγηφάγου· πολυφάγου» Ἡσύχ.· ὀ-[[τρυγηφάγος]], ἀδηφάγου κήλωνος ὀτρυγηφάγου Εὐστ. 1003. 60.
|lstext='''τρῠγηφάγος''': [ᾰ], -ον = [[σιτοφάγος]], [[οὔτε]] σκάρον τρυγηφάγον Πλούτ. 2. 730Β· [[ὡσαύτως]], ἀ-[[τρυγηφάγος]], «ἀτρυγηφάγου· πολυφάγου» Ἡσύχ.· ὀ-[[τρυγηφάγος]], ἀδηφάγου κήλωνος ὀτρυγηφάγου Εὐστ. 1003. 60.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange les récoltes.<br />'''Étymologie:''' [[τρύγη]], [[φαγεῖν]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠγηφάγος Medium diacritics: τρυγηφάγος Low diacritics: τρυγηφάγος Capitals: ΤΡΥΓΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: trygēphágos Transliteration B: trygēphagos Transliteration C: trygifagos Beta Code: trughfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, devouring crops, Plu.2.730b; also ἀ-τρυγηφάγος, Hsch.; ὀ-τρυγηφάγος, Archil.97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange les récoltes.
Étymologie: τρύγη, φαγεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠγηφάγος: [ᾰ], -ον = σιτοφάγος, οὔτε σκάρον τρυγηφάγον Πλούτ. 2. 730Β· ὡσαύτως, ἀ-τρυγηφάγος, «ἀτρυγηφάγου· πολυφάγου» Ἡσύχ.· ὀ-τρυγηφάγος, ἀδηφάγου κήλωνος ὀτρυγηφάγου Εὐστ. 1003. 60.

Greek Monolingual

και ὀτρυγηφάγος, -ον, Α
αυτός που τρέφεται με τρύγη, με δημητριακά, σιτοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φάγος. Η λ. απαντά και με τις μορφές ὀτρυγηφάγος και ἀτρυγηφάγος, οι οποίες παραμένουν δυσερμήνευτες (βλ. και λ. τρύγη)].

Russian (Dvoretsky)

τρῠγηφάγος: (ᾰ) пожирающий плоды Plut.