ἀποστέγασμα: Difference between revisions

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)poste/gasma
|Beta Code=a)poste/gasma
|Definition=ατος, τό, [[protection against]], ψύχους <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.13.3</span>.
|Definition=ατος, τό, [[protection against]], ψύχους <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.13.3</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[protección contra]] τοῦ ψύχους Thphr.<i>CP</i> 5.13.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστέγασμα''': τό, [[στέγασμα]] [[ἐναντίον]] τινός, ἔχει προβολὴν καὶ [[οἷον]] [[ἀποστέγασμα]] τοῦ ψύχους τὴν ἀλμυρίδα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 13, 3.
|lstext='''ἀποστέγασμα''': τό, [[στέγασμα]] [[ἐναντίον]] τινός, ἔχει προβολὴν καὶ [[οἷον]] [[ἀποστέγασμα]] τοῦ ψύχους τὴν ἀλμυρίδα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 13, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[protección contra]] τοῦ ψύχους Thphr.<i>CP</i> 5.13.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποστέγασμα]], το (Α)<br />[[σκέπη]] για να φυλαχθεί [[κανείς]] από [[κάτι]] («[[ἀποστέγασμα]] ψύχους»).
|mltxt=[[ἀποστέγασμα]], το (Α)<br />[[σκέπη]] για να φυλαχθεί [[κανείς]] από [[κάτι]] («[[ἀποστέγασμα]] ψύχους»).
}}
}}

Revision as of 14:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστέγασμα Medium diacritics: ἀποστέγασμα Low diacritics: αποστέγασμα Capitals: ΑΠΟΣΤΕΓΑΣΜΑ
Transliteration A: apostégasma Transliteration B: apostegasma Transliteration C: apostegasma Beta Code: a)poste/gasma

English (LSJ)

ατος, τό, protection against, ψύχους Thphr.CP5.13.3.

Spanish (DGE)

-ματος, τό protección contra τοῦ ψύχους Thphr.CP 5.13.3.

German (Pape)

[Seite 326] τό, Schutzdach, ψύχους, zur Abhaltung der Kälte, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστέγασμα: τό, στέγασμα ἐναντίον τινός, ἔχει προβολὴν καὶ οἷον ἀποστέγασμα τοῦ ψύχους τὴν ἀλμυρίδα Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 13, 3.

Greek Monolingual

ἀποστέγασμα, το (Α)
σκέπη για να φυλαχθεί κανείς από κάτιἀποστέγασμα ψύχους»).