ἀποστιβής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)postibh/s
|Beta Code=a)postibh/s
|Definition=ές, (στίβος) [[off the road]], [[solitary]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>558</span>.
|Definition=ές, (στίβος) [[off the road]], [[solitary]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>558</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que está fuera del camino]], [[solitario]] s. cont., S.<i>Fr</i>.558.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστῐβής''': -ές, ([[στίβος]]) ὁ ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, «[[ἀποστιβής]]· ἀποπεφοιτηκώς, οὐ τὴν αὐτὴν τρίβον στείβων, [[τουτέστι]] φοιτῶν, Σοφοκλῆς Σκυρίαις» Ἡσύχ. (Ἀποσπ. Σοφ. 502).
|lstext='''ἀποστῐβής''': -ές, ([[στίβος]]) ὁ ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, «[[ἀποστιβής]]· ἀποπεφοιτηκώς, οὐ τὴν αὐτὴν τρίβον στείβων, [[τουτέστι]] φοιτῶν, Σοφοκλῆς Σκυρίαις» Ἡσύχ. (Ἀποσπ. Σοφ. 502).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que está fuera del camino]], [[solitario]] s. cont., S.<i>Fr</i>.558.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποστιβής]], -ές (Α) [[στείβω]]<br />αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, [[απόμερος]].
|mltxt=[[ἀποστιβής]], -ές (Α) [[στείβω]]<br />αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, [[απόμερος]].
}}
}}

Revision as of 13:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστῐβής Medium diacritics: ἀποστιβής Low diacritics: αποστιβής Capitals: ΑΠΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: apostibḗs Transliteration B: apostibēs Transliteration C: apostivis Beta Code: a)postibh/s

English (LSJ)

ές, (στίβος) off the road, solitary, S.Fr.558.

Spanish (DGE)

-ές
que está fuera del camino, solitario s. cont., S.Fr.558.

German (Pape)

[Seite 327] ὁ, Soph. frg. 502, nach Hesych. der abseits, nicht denselben Weg geht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστῐβής: -ές, (στίβος) ὁ ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ, «ἀποστιβής· ἀποπεφοιτηκώς, οὐ τὴν αὐτὴν τρίβον στείβων, τουτέστι φοιτῶν, Σοφοκλῆς Σκυρίαις» Ἡσύχ. (Ἀποσπ. Σοφ. 502).

Greek Monolingual

ἀποστιβής, -ές (Α) στείβω
αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, απόμερος.