ἀπόθραυσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)po/qrausma
|Beta Code=a)po/qrausma
|Definition=ατος, τό, [[piece broken off]], <span class="bibl">Str.10.5.16</span>.
|Definition=ατος, τό, [[piece broken off]], <span class="bibl">Str.10.5.16</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[fragmento]], [[parte desgajada]] φασὶ δὲ τὴν Νίσυρον ἀ. εἶναι τῆς Κῶ Str.10.5.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόθραυσμα''': τό, [[θραῦσμα]], [[σύντριμμα]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]] ἀποχωρισθέν ἐξ ἄλλου, Στράβων 489.
|lstext='''ἀπόθραυσμα''': τό, [[θραῦσμα]], [[σύντριμμα]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]] ἀποχωρισθέν ἐξ ἄλλου, Στράβων 489.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[fragmento]], [[parte desgajada]] φασὶ δὲ τὴν Νίσυρον ἀ. εἶναι τῆς Κῶ Str.10.5.16.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀπόθραυσμα]])<br />[[κομμάτι]] από σπασμένο [[αντικείμενο]].
|mltxt=το (Α [[ἀπόθραυσμα]])<br />[[κομμάτι]] από σπασμένο [[αντικείμενο]].
}}
}}

Revision as of 14:04, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόθραυσμα Medium diacritics: ἀπόθραυσμα Low diacritics: απόθραυσμα Capitals: ΑΠΟΘΡΑΥΣΜΑ
Transliteration A: apóthrausma Transliteration B: apothrausma Transliteration C: apothrafsma Beta Code: a)po/qrausma

English (LSJ)

ατος, τό, piece broken off, Str.10.5.16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fragmento, parte desgajada φασὶ δὲ τὴν Νίσυρον ἀ. εἶναι τῆς Κῶ Str.10.5.16.

German (Pape)

[Seite 303] τό, das Abgebrochene, Schol. Ap. Rhod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόθραυσμα: τό, θραῦσμα, σύντριμμα, τεμάχιον, μέρος ἀποχωρισθέν ἐξ ἄλλου, Στράβων 489.

Greek Monolingual

το (Α ἀπόθραυσμα)
κομμάτι από σπασμένο αντικείμενο.