ἀστυσία: Difference between revisions
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀστυσία]]) [[άστυτος]]<br />[[έλλειψη]] στύσης, σεξουαλική [[ανικανότητα]]. | |mltxt=η (Α [[ἀστυσία]]) [[άστυτος]]<br />[[έλλειψη]] στύσης, σεξουαλική [[ανικανότητα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], ἡ, s. [[ἀστυφία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:41, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, impotence, D.C.79.16.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ impotencia sexual D.C.79.16.6, AB 456.
Greek Monolingual
η (Α ἀστυσία) άστυτος
έλλειψη στύσης, σεξουαλική ανικανότητα.
German (Pape)
[ῡ], ἡ, s. ἀστυφία.