ἰδιοπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἰδιοπάθεια]]) [[ιδιοπαθής]]<br />[[νόσος]] που έχει τοπική [[προέλευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νόσος]] της οποίας η [[αιτιολογία]] [[είναι]] άγνωστη.
|mltxt=η (Α [[ἰδιοπάθεια]]) [[ιδιοπαθής]]<br />[[νόσος]] που έχει τοπική [[προέλευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νόσος]] της οποίας η [[αιτιολογία]] [[είναι]] άγνωστη.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[besondere]], [[eigentümliche]] Gemütsstimmung oder [[Verhalten]] gegen gewisse [[Eindrücke]]</i>, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[συμπάθεια]], Sp.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐοπάθεια Medium diacritics: ἰδιοπάθεια Low diacritics: ιδιοπάθεια Capitals: ΙΔΙΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: idiopátheia Transliteration B: idiopatheia Transliteration C: idiopatheia Beta Code: i)diopa/qeia

English (LSJ)

[ῐδ, πᾰ], ἡ, Medic., affection having a local origin, Gal. 8.31, al., Alex.Aphr.Pr.2.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοπάθεια: ἡ, ἰδία ψυχικὴ πάθησις, τὸ αἰσθάνεσθαί τι μόνον δι᾿ ἑαυτόν, ἀντίθετον τῷ συμπάθεια, Γαλην. 7. 454, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 35.

Greek Monolingual

η (Α ἰδιοπάθεια) ιδιοπαθής
νόσος που έχει τοπική προέλευση
νεοελλ.
νόσος της οποίας η αιτιολογία είναι άγνωστη.

German (Pape)

ἡ, besondere, eigentümliche Gemütsstimmung oder Verhalten gegen gewisse Eindrücke, Gegensatz συμπάθεια, Sp.