ὀγκόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀγκόφωνος]], -ον (Α)<br />(για τη [[σάλπιγγα]]) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>υψί</i>-<i>φωνος</i>].
|mltxt=[[ὀγκόφωνος]], -ον (Α)<br />(για τη [[σάλπιγγα]]) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[υψίφωνος]]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκόφωνος Medium diacritics: ὀγκόφωνος Low diacritics: ογκόφωνος Capitals: ΟΓΚΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: onkóphōnos Transliteration B: onkophōnos Transliteration C: ogkofonos Beta Code: o)gko/fwnos

English (LSJ)

ον, hollow-toned, of a trumpet, Sch.T Il.18.219.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκόφωνος: -ον, = βαρύφθογγος, Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.

Greek Monolingual

ὀγκόφωνος, -ον (Α)
(για τη σάλπιγγα) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψίφωνος].