ὑπαρκτός: Difference between revisions
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1183.png Seite 1183]] ή, όν, adj. verb. von [[ὑπάρχω]], daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1183.png Seite 1183]] ή, όν, adj. verb. von [[ὑπάρχω]], daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui existe par soi-même <i>ou</i> réellement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάρχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπαρκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, [[πραγματικός]], [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ. | |lstext='''ὑπαρκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, [[πραγματικός]], [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, subsisting, existent, real, Epicur.Fr.27, Posidon. ap.D.L.7.91, Plu.2.1046c, etc.
German (Pape)
[Seite 1183] ή, όν, adj. verb. von ὑπάρχω, daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui existe par soi-même ou réellement.
Étymologie: ὑπάρχω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαρκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, πραγματικός, Ποσειδώνιος παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑπαρκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπάρχω
αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, πραγματικός (α. «υπαρκτό πρόβλημα» β. «μαντικὴ ὡς ἀνύπαρκτος, εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να υπάρξει
2. φρ. «υπαρκτός σοσιαλισμός»
(κοινων.) βλ. σοσιαλισμός
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπαρκτά
η ύπαρξη.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαρκτός: Plut., Diog. L., Sext. = ὑπαρκτικός.