ὑπερκατάληκτος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] s. [[καταληκτικός]], Gramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1197.png Seite 1197]] s. [[καταληκτικός]], Gramm.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερκατάληκτος:''' стих. содержащий лишнее количество слогов ([[ῥυθμός]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπερκατάληκτος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο [[μέτρο]] έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπερκατάληκτος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο [[μέτρο]] έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταλήγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερκατάληκτος:''' стих. содержащий лишнее количество слогов ([[ῥυθμός]]).
}}
}}

Revision as of 22:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκατάληκτος Medium diacritics: ὑπερκατάληκτος Low diacritics: υπερκατάληκτος Capitals: ΥΠΕΡΚΑΤΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: hyperkatálēktos Transliteration B: hyperkatalēktos Transliteration C: yperkataliktos Beta Code: u(perkata/lhktos

English (LSJ)

ον, hypercatalectic, Heph.4.4, Aristid.Quint.1.23.

German (Pape)

[Seite 1197] s. καταληκτικός, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκατάληκτος: стих. содержащий лишнее количество слогов (ῥυθμός).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκατάληκτος: -ον, ἴδε καταληκτικός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερκατάληκτος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο μέτρο έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταλήγω.