ὑψίδειρος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(συν. για την γη τών Δελφών) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δειρή]] «[[λαιμός]]»), | |mltxt=-ον, Α<br />(συν. για την γη τών Δελφών) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δειρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δειρή]] «[[λαιμός]]»), [[πρβλ]]. [[πολύδειρος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, with high cliffs, χθών (of Delphi) Id.4.4. (Apptly. formed from δειρή in the sense of δειράς.)
Greek Monolingual
-ον, Α
(συν. για την γη τών Δελφών) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -δειρος (< δειρή «λαιμός»), πρβλ. πολύδειρος].