Κλειώ: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=*kleiw/
|Beta Code=*kleiw/
|Definition=οῦς, ἡ, <span class="title">Clio</span>, one of the Muses, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>77</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>3.83</span> ([[Κλεοῦς]] metri gr. codd. recc.), etc. ([[κλέω]] (A), [[κλείω]] (B).)
|Definition=οῦς, ἡ, <span class="title">Clio</span>, one of the Muses, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>77</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>3.83</span> ([[Κλεοῦς]] metri gr. codd. recc.), etc. ([[κλέω]] (A), [[κλείω]] (B).)
}}
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Clio, <i>muse de l'histoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλέος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Κλειώ''': -οῦς, ἡ, μία τῶν Μουσῶν, Ἡσιόδ. Θ. 77, Πινδ. Ν. 3. 145 ([[ὅστις]] καλεῖ αὐτὴν Κλέω)· ― παρὰ μεταγεν. [[κυρίως]] ἡ μοῦσα τῆς Ἐπικῆς ποιήσεως καὶ ἱστορίας. (Ἐκ. τοῦ [[κλέω]] (Β), [[κλείω]], [[κλεΐζω]], [[δοξάζω]].)
|lstext='''Κλειώ''': -οῦς, ἡ, μία τῶν Μουσῶν, Ἡσιόδ. Θ. 77, Πινδ. Ν. 3. 145 ([[ὅστις]] καλεῖ αὐτὴν Κλέω)· ― παρὰ μεταγεν. [[κυρίως]] ἡ μοῦσα τῆς Ἐπικῆς ποιήσεως καὶ ἱστορίας. (Ἐκ. τοῦ [[κλέω]] (Β), [[κλείω]], [[κλεΐζω]], [[δοξάζω]].)
}}
{{bailly
|btext=οῦς (ἡ) :<br />Clio, <i>muse de l'histoire</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κλέος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κλειώ Medium diacritics: Κλειώ Low diacritics: Κλειώ Capitals: ΚΛΕΙΩ
Transliteration A: Kleiṓ Transliteration B: Kleiō Transliteration C: Kleio Beta Code: *kleiw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, Clio, one of the Muses, Hes.Th.77, Pi.N.3.83 (Κλεοῦς metri gr. codd. recc.), etc. (κλέω (A), κλείω (B).)

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
Clio, muse de l'histoire.
Étymologie: κλέος.

Greek (Liddell-Scott)

Κλειώ: -οῦς, ἡ, μία τῶν Μουσῶν, Ἡσιόδ. Θ. 77, Πινδ. Ν. 3. 145 (ὅστις καλεῖ αὐτὴν Κλέω)· ― παρὰ μεταγεν. κυρίως ἡ μοῦσα τῆς Ἐπικῆς ποιήσεως καὶ ἱστορίας. (Ἐκ. τοῦ κλέω (Β), κλείω, κλεΐζω, δοξάζω.)

Greek Monolingual

η (Α Κλειώ, και στον Πίνδ. Κλεώ)
(στον Ησίοδ., Πίνδ. κ.α.) μία από τις Μούσες
στους μτγν. κυρίως η Μούσα της επικής ποιήσεως και ιστορίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κλείω (ΙΙ) «εγκωμιάζω, λαμπρύνω»].

Greek Monotonic

Κλειώ: -οῦς, ἡ, η Κλειώ, μια από τις Μούσες, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ιδίως, η Μούσα της Επικής Ποίησης και της Ιστορίας (από το κλέω, κλείω, γιορτάζω).

Russian (Dvoretsky)

Κλειώ: дор. Κλεώ, οῦς ἡ Клио или Клео (муза-вестница Hes., позднее - муза эпоса и истории; изображалась со свитком в руке) Pind. etc.

Middle Liddell


Clio, one of the Muses, Hes. etc.; esp. the Muse of epic Poetry and History. [From κλέω, κλείω, to celebrate.]