κριθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1509.png Seite 1509]] Gerste tragend; [[κριθοφόρος]] ἀρίστη ἡ Ἀττική Theophr.; [[χώρα]] Strab. VIII, 375.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1509.png Seite 1509]] Gerste tragend; [[κριθοφόρος]] ἀρίστη ἡ Ἀττική Theophr.; [[χώρα]] Strab. VIII, 375.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit de l'orge.<br />'''Étymologie:''' [[κριθή]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῑθοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, παράγων κριθάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 2, Στράβ. 375.
|lstext='''κρῑθοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, παράγων κριθάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 2, Στράβ. 375.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit de l'orge.<br />'''Étymologie:''' [[κριθή]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑθοφόρος Medium diacritics: κριθοφόρος Low diacritics: κριθοφόρος Capitals: ΚΡΙΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: krithophóros Transliteration B: krithophoros Transliteration C: krithoforos Beta Code: kriqofo/ros

English (LSJ)

ον, bearing barley, Thphr.HP8.8.2, Str.8.6.16.

German (Pape)

[Seite 1509] Gerste tragend; κριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική Theophr.; χώρα Strab. VIII, 375.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit de l'orge.
Étymologie: κριθή, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθοφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων κριθάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 2, Στράβ. 375.

Greek Monolingual

ο (Α κριθοφόρος, -ον)
αυτός που παράγει κριθάρικριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μηλοφόρος, οπωροφόρος.

Russian (Dvoretsky)

κρῑθοφόρος: приносящий ячмень (χώρα Plut.).