ὑψήγορος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=u(yh/goros | |Beta Code=u(yh/goros | ||
|Definition=ον, [[grandiloquent]], [[vaunting]], A.Pr.320,362; [[sublime]], Ph.1.473. | |Definition=ον, [[grandiloquent]], [[vaunting]], A.Pr.320,362; [[sublime]], Ph.1.473. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψήγορος:''' [[велеречивый]] или [[высокомерный]] ([[γλῶσσα]], [[κομπάσματα]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), [[πολυλογάς]], [[στομφώδης]], [[μεγαλόστομος]], [[κομπορρήμων]], [[καυχησιάρης]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑψήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), [[πολυλογάς]], [[στομφώδης]], [[μεγαλόστομος]], [[κομπορρήμων]], [[καυχησιάρης]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, grandiloquent, vaunting, A.Pr.320,362; sublime, Ph.1.473.
Russian (Dvoretsky)
ὑψήγορος: велеречивый или высокомерный (γλῶσσα, κομπάσματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψήγορος: -ον, μεγαλήγορος, Αἰσχύλ. Πρ. 318, 360· ὑψηλὸς τὸ ὕφος, Φίλων 1. 473. ― Ἐπίρρ. -ρως, Κλήμ. Ἀλ. 802.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που μιλάει κομπαστικά, κομπορρήμων, αλαζόνας
2. (σχετικά με ύφος) υψηλός, μεγαλοπρεπής.
επίρρ...
ὑψηγόρως Α
με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ-ήγορος, με έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὑψήγορος: -ον (ἀγορεύω), πολυλογάς, στομφώδης, μεγαλόστομος, κομπορρήμων, καυχησιάρης, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὑψ-ήγορος, ον, ἀγορεύω
talking big, grandiloquent, vaunting, Aesch.