ὀγκῶμαι: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=(Α ὀγκῶμαι, ὀγκάομαι)<br />(για όνο) εκβάλλω ογκηθμό, ογκανίζω, γκαρίζω.<br />[<b><span...")
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὀγκῶμαι]], [[ὀγκάομαι]])<br />(για όνο) [[εκβάλλω]] ογκηθμό, [[ογκανίζω]], [[γκαρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. σε -<i>άω</i> (<b>πρβλ.</b> [[βοάω]], [[βρυχάομαι]], [[γοάω]], [[μυκάομαι]]) που αντιστοιχεί με λατ. <i>unc</i><i>ā</i><i>re</i> (για [[αρκούδα]]). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>enq</i>- / <i>onq</i>- με σημ. «[[βογγώ]], [[μουγκρίζω]]» και συνδέονται με αλβ. <i>nekonj</i>, αρχ. σλαβ. <i>jaču</i>, [[μέσο]] ιρλδ. <i>ong</i><br />[[είναι]] πιθ. να οφείλονται σε [[ονοματοποιία]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>όκνος</i> [ΙΙ]). Το ρ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>onc</i><i>ō</i>].
|mltxt=(Α [[ὀγκῶμαι]], [[ὀγκάομαι]])<br />(για όνο) [[εκβάλλω]] ογκηθμό, [[ογκανίζω]], [[γκαρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό ρ. σε -<i>άω</i> (<b>πρβλ.</b> [[βοάω]], [[βρυχάομαι]], [[γοάω]], [[μυκάομαι]]) που αντιστοιχεί με λατ. <i>unc</i><i>ā</i><i>re</i> (για [[αρκούδα]]). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>enq</i>- / <i>onq</i>- με σημ. «[[βογγώ]], [[μουγκρίζω]]» και συνδέονται με αλβ. <i>nekonj</i>, αρχ. σλαβ. <i>jaču</i>, [[μέσο]] ιρλδ. <i>ong</i><br />[[είναι]] πιθ. να οφείλονται σε [[ονοματοποιία]] (<b>βλ.</b> και λ. <i>όκνος</i> [ΙΙ]). Το ρ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>onc</i><i>ō</i>].
}}
{{trml
|trtx=Arabic: نَهَقَ‎; Azerbaijani: anqırmaq; Basque: arrantza egin; Bulgarian: рева като магаре; Catalan: bramar; Czech: hýkat; Dutch: [[balken]]; Finnish: kiljua, hirnua; French: [[braire]]; Galician: ornear; German: [[iahen]], [[kreischen]], [[schreien]]; Greek: [[γκαρίζω]]; Ancient Greek: [[βρωμάομαι]]; Hebrew: נער‎; Icelandic: rymja; Ido: bramar; Indonesian: meringkik; Italian: [[ragliare]]; Latin: [[onco]]; Maori: ngehengehe; Ngazidja Comorian: ulila; Norman: braithe; Portuguese: [[ornejar]], [[zurrar]]; Serbo-Croatian: njakati, revati; Slovak: híkať; Spanish: [[rebuznar]]; Welsh: brefu, nadu
}}
}}

Latest revision as of 14:17, 17 September 2022

Greek Monolingual

ὀγκῶμαι, ὀγκάομαι)
(για όνο) εκβάλλω ογκηθμό, ογκανίζω, γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σε -άω (πρβλ. βοάω, βρυχάομαι, γοάω, μυκάομαι) που αντιστοιχεί με λατ. uncāre (για αρκούδα). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα enq- / onq- με σημ. «βογγώ, μουγκρίζω» και συνδέονται με αλβ. nekonj, αρχ. σλαβ. jaču, μέσο ιρλδ. ong
είναι πιθ. να οφείλονται σε ονοματοποιία (βλ. και λ. όκνος [ΙΙ]). Το ρ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή oncō].

Translations

Arabic: نَهَقَ‎; Azerbaijani: anqırmaq; Basque: arrantza egin; Bulgarian: рева като магаре; Catalan: bramar; Czech: hýkat; Dutch: balken; Finnish: kiljua, hirnua; French: braire; Galician: ornear; German: iahen, kreischen, schreien; Greek: γκαρίζω; Ancient Greek: βρωμάομαι; Hebrew: נער‎; Icelandic: rymja; Ido: bramar; Indonesian: meringkik; Italian: ragliare; Latin: onco; Maori: ngehengehe; Ngazidja Comorian: ulila; Norman: braithe; Portuguese: ornejar, zurrar; Serbo-Croatian: njakati, revati; Slovak: híkať; Spanish: rebuznar; Welsh: brefu, nadu