σύαξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (pape replacement)
Line 4: Line 4:
{{etym
{{etym
|etymtx=-ακος See also: s. [[συαγρίς]]
|etymtx=-ακος See also: s. [[συαγρίς]]
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ὁ, <i>eine Bohnenart, [[Saubohnen]]</i> (?), <i>B.A</i>. 1420.
}}
}}

Revision as of 16:30, 24 November 2022

Greek Monolingual

-ύακος, ὁ, ΜΑ
άλλη ονομασία του ψαριού ρόμβος
μσν.-αρχ.
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα -αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα ζώων (πρβλ. δέλφ-αξ)].

Frisk Etymological English

-ακος See also: s. συαγρίς

German (Pape)

[ῡ], ὁ, eine Bohnenart, Saubohnen (?), B.A. 1420.